Anonymous

τόλμα: Difference between revisions

From LSJ
493 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τόλμᾰ:''' -ης, ἡ (*[[τλάω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τόλμη]], [[θάρρος]], [[αφοβία]], σε Πίνδ., Ηρόδ., Αττ.· [[τῶνδε]] τόλμαν [[σχεθεῖν]], να έχεις [[τόλμη]] γι' αυτή τη δουλειά, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], απερίσκεπτη και αλόγιστη [[τόλμη]], [[θρασύτητα]], [[αυθάδεια]], Λατ. [[audacia]], σε Τραγ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> παράτολμη [[πράξη]], στο ίδ.
|lsmtext='''τόλμᾰ:''' -ης, ἡ (*[[τλάω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τόλμη]], [[θάρρος]], [[αφοβία]], σε Πίνδ., Ηρόδ., Αττ.· [[τῶνδε]] τόλμαν [[σχεθεῖν]], να έχεις [[τόλμη]] γι' αυτή τη δουλειά, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], απερίσκεπτη και αλόγιστη [[τόλμη]], [[θρασύτητα]], [[αυθάδεια]], Λατ. [[audacia]], σε Τραγ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> παράτολμη [[πράξη]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τόλμᾰ:''' <b class="num">I</b> дор. [[τόλμα|τόλμᾱ]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> смелость, отвага Aesch., Pind., Her.;<br /><b class="num">2)</b> дерзость Aesch., Soph., Arph., Thuc., Plat.;<br /><b class="num">3)</b> смелый или дерзновенный поступок, отважное деяние Trag., Plat.<br /><b class="num">[[τόλμα|τόλμᾱ]]:</b> <b class="num">II</b> imper. к [[τολμάω]].
}}
}}