Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πτερυγόομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6_20)
(4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτερῠγόομαι''': παθητ., [[πέτομαι]], «πετῶ», πεδὰ ματέρα πεπτερύγωμαι (Αἰολ. ἀντὶ ἐπτερ-), Σαπφὼ 41, πρβλ. [[πτοέω]] ἐν τέλει.
|lstext='''πτερῠγόομαι''': παθητ., [[πέτομαι]], «πετῶ», πεδὰ ματέρα πεπτερύγωμαι (Αἰολ. ἀντὶ ἐπτερ-), Σαπφὼ 41, πρβλ. [[πτοέω]] ἐν τέλει.
}}
{{elru
|elrutext='''πτερῠγόομαι:''' лететь, уноситься на крыльях ([[πεδά]] τινα = [[μετά]] τινα [[Sappho]]).
}}
}}