3,277,119
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νυκτίπλαγκτος:''' -ον, αυτός που ωθεί σε νυχτερινές περιπλανήσεις, που ξεσηκώνει κάποιον από το [[κρεβάτι]] του, σε Αισχύλ.· [[νυκτίπλαγκτος]] [[εὐνή]], άβολο [[κρεβάτι]], [[κλίνη]] που δεν προσφέρει [[ανάπαυση]], στον ίδ. | |lsmtext='''νυκτίπλαγκτος:''' -ον, αυτός που ωθεί σε νυχτερινές περιπλανήσεις, που ξεσηκώνει κάποιον από το [[κρεβάτι]] του, σε Αισχύλ.· [[νυκτίπλαγκτος]] [[εὐνή]], άβολο [[κρεβάτι]], [[κλίνη]] που δεν προσφέρει [[ανάπαυση]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νυκτίπλαγκτος:''' заставляющий блуждать ночью, т. е. не дающий ночью покоя ([[πόνος]], [[δεῖμα]], [[κέλευμα]] Aesch.): ν. [[εὐνή]] Aesch. беспокойное ночное ложе. | |||
}} | }} |