3,274,125
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θεοφῐλής:''' ές ([[φίλος]]), [[αγαπητός]] στους θεούς, ο εξαιρετικά ευνοημένος, σε Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.· επίρρ., [[θεοφιλῶς]] πράττειν, [[πράττω]] σύμφωνα με τη [[βούληση]] των θεών, σε Πλάτ. | |lsmtext='''θεοφῐλής:''' ές ([[φίλος]]), [[αγαπητός]] στους θεούς, ο εξαιρετικά ευνοημένος, σε Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.· επίρρ., [[θεοφιλῶς]] πράττειν, [[πράττω]] σύμφωνα με τη [[βούληση]] των θεών, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεοφῐλής:''' <b class="num">1)</b> любезный или угодный богам ([[πόλις]] Pind.; [[χώρα]] Aesch.; [[ἑορτή]] Arph.; [[ἀνήρ]] Plat., Arst., Plut.; [[πομπή]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> счастливый, блаженный (τύχαι Aesch.; [[μοῖρα]] Xen.). | |||
}} | }} |