Anonymous

θεοφιλής: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θεοφῐλής:''' ές ([[φίλος]]), [[αγαπητός]] στους θεούς, ο εξαιρετικά ευνοημένος, σε Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.· επίρρ., [[θεοφιλῶς]] πράττειν, [[πράττω]] σύμφωνα με τη [[βούληση]] των θεών, σε Πλάτ.
|lsmtext='''θεοφῐλής:''' ές ([[φίλος]]), [[αγαπητός]] στους θεούς, ο εξαιρετικά ευνοημένος, σε Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.· επίρρ., [[θεοφιλῶς]] πράττειν, [[πράττω]] σύμφωνα με τη [[βούληση]] των θεών, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''θεοφῐλής:''' <b class="num">1)</b> любезный или угодный богам ([[πόλις]] Pind.; [[χώρα]] Aesch.; [[ἑορτή]] Arph.; [[ἀνήρ]] Plat., Arst., Plut.; [[πομπή]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> счастливый, блаженный (τύχαι Aesch.; [[μοῖρα]] Xen.).
}}
}}