Anonymous

προδηλόω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προδηλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, κάνω φανερό από [[πριν]], [[δείχνω]] [[φανερά]], [[φανερώνω]], σε Θουκ.
|lsmtext='''προδηλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, κάνω φανερό από [[πριν]], [[δείχνω]] [[φανερά]], [[φανερώνω]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''προδηλόω:''' делать явным, обнаруживать, показывать Polyb., Plut., Luc.: προδηλοῦντες, ὅτι ἀμυνοῦνται Thuc. (противники), ясно показывающие, что (в случае нападения) они окажут сопротивление.
}}
}}