Anonymous

κατασκευαστικός: Difference between revisions

From LSJ
2b
(19)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κατασκευαστικός]], -ή, -όν) [[κατασκευαστής]]<br /><b>(λογ.)</b> (για συλλογισμό ή [[επιχείρημα]]) ο [[αποδεικτικός]], ο [[βεβαιωτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κατασκευή]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να κατασκευάζει [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] στο να προνοεί, ο [[προνοητικός]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] στο να κατορθώνει [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατασκευαστικά</i> (AM κατασκευαστικώς)<br />με κατασκευαστικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κατασκευαστικός]], -ή, -όν) [[κατασκευαστής]]<br /><b>(λογ.)</b> (για συλλογισμό ή [[επιχείρημα]]) ο [[αποδεικτικός]], ο [[βεβαιωτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κατασκευή]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να κατασκευάζει [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] στο να προνοεί, ο [[προνοητικός]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] στο να κατορθώνει [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατασκευαστικά</i> (AM κατασκευαστικώς)<br />με κατασκευαστικό τρόπο.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασκευαστικός:''' <b class="num">1)</b> способный производить, могущий создавать (τινος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> утверждающий, полагающий, устанавливающий (ἐνθυμήματα Arst.).
}}
}}