Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκπεραίνω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπεραίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[τελειώνω]], σε Ευρ. — Παθ., ολοκληρώνομαι, εκπληρώνομαι, πραγματοποιούμαι, στον ίδ., σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐκπεραίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[τελειώνω]], σε Ευρ. — Παθ., ολοκληρώνομαι, εκπληρώνομαι, πραγματοποιούμαι, στον ίδ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκπεραίνω:''' <b class="num">1)</b> завершать, оканчивать (τὰ οὐκ ὀλίγα πράγματα ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ Plat.): ἐ. βίοτον Eur. оканчивать жизнь, умирать;<br /><b class="num">2)</b> pass. исполняться, осуществляться (παλαιὸς χρησμὸς ἐκπεραίνεται Eur.): ἢν [[ταῦτα]] [[ἡμῖν]] μὴ ἐκπεραίνηται [[ὥστε]] … Xen. если нам не удастся ….
}}
}}