3,277,119
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολῑτῐκός:''' -ή, -όν ([[πολίτης]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται στους πολίτες, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αρμόζει σε πολίτη, όπως [[αστικός]], [[πολιτικός]], Λατ. [[civilis]], σε Θουκ.· πολιτικωτέρα ἐγένετο ἡ [[ὀλιγαρχία]], πιο συνταγματική (πιο δημοκρατική), σε Αριστ.· επίρρ., [[πολιτικῶς]], όπως ο [[πολίτης]], σύμφωνα με τον συνταγματικό τρόπο, Λατ. [[civiliter]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που αποτελείται από πολίτες, <i>τὸ πολιτικόν = οἱ πολῖται</i>, η [[κοινωνία]], σε Ηρόδ., Θουκ.· το [[σώμα]] των πολιτών, αντίθ. προς το <i>οἱ σύμμαχοι</i>, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> αυτός που διάγει κοινωνικό βίο, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε πολιτικό άνδρα, [[προικισμένος]] με [[πολιτικά]] χαρίσματα, σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αυτός που ανήκει στην [[πολιτεία]] ή στη [[διοίκηση]] της, [[πολιτικός]], Λατ. [[publicus]], σε Θουκ.· <i>ἡ [[πολιτική]]</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] της διακυβέρνησης, ἡ πολιτικὴ [[ἐπιστήμη]] ή <i>ἡ [[πολιτική]]</i> [[μόνη]] της, η [[πολιτική]] [[επιστήμη]], σε Πλάτ.· <i>τὰ [[πολιτικά]]</i>, [[πολιτικά]] πράγματα, δημόσιες υποθέσεις, [[κυβέρνηση]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[πολιτικός]], [[αστικός]], [[δημοτικός]], αντίθ. προς το [[έμφυτος]], σε Δημ.<br /><b class="num">IV.</b> γενικά, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δημόσια [[ζωή]], [[δημόσιος]] αντίθ. προς το <i>κατ' ἰδίας</i>, σε Θουκ., Ξεν. | |lsmtext='''πολῑτῐκός:''' -ή, -όν ([[πολίτης]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται στους πολίτες, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αρμόζει σε πολίτη, όπως [[αστικός]], [[πολιτικός]], Λατ. [[civilis]], σε Θουκ.· πολιτικωτέρα ἐγένετο ἡ [[ὀλιγαρχία]], πιο συνταγματική (πιο δημοκρατική), σε Αριστ.· επίρρ., [[πολιτικῶς]], όπως ο [[πολίτης]], σύμφωνα με τον συνταγματικό τρόπο, Λατ. [[civiliter]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που αποτελείται από πολίτες, <i>τὸ πολιτικόν = οἱ πολῖται</i>, η [[κοινωνία]], σε Ηρόδ., Θουκ.· το [[σώμα]] των πολιτών, αντίθ. προς το <i>οἱ σύμμαχοι</i>, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> αυτός που διάγει κοινωνικό βίο, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε πολιτικό άνδρα, [[προικισμένος]] με [[πολιτικά]] χαρίσματα, σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αυτός που ανήκει στην [[πολιτεία]] ή στη [[διοίκηση]] της, [[πολιτικός]], Λατ. [[publicus]], σε Θουκ.· <i>ἡ [[πολιτική]]</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] της διακυβέρνησης, ἡ πολιτικὴ [[ἐπιστήμη]] ή <i>ἡ [[πολιτική]]</i> [[μόνη]] της, η [[πολιτική]] [[επιστήμη]], σε Πλάτ.· <i>τὰ [[πολιτικά]]</i>, [[πολιτικά]] πράγματα, δημόσιες υποθέσεις, [[κυβέρνηση]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[πολιτικός]], [[αστικός]], [[δημοτικός]], αντίθ. προς το [[έμφυτος]], σε Δημ.<br /><b class="num">IV.</b> γενικά, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δημόσια [[ζωή]], [[δημόσιος]] αντίθ. προς το <i>κατ' ἰδίας</i>, σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολῑτικός:''' <b class="num">1)</b> гражданский, государственный, общественный (λειτουργίαι Dem.; [[κοινωνία]] Arst.): τὸ πολιτικὸν [[στράτευμα]] Xen. войско, состоящее из (местных) граждан; ἡ πολιτικὴ [[χώρα]] Polyb. (лат. [[ager]] [[publicus]]) общественный земельный фонд (у римлян); ἡ πολιτικὴ [[ἐπιστήμη]] Plat. искусство управлять государством, политика; [[ἄνθρωπος]] φύσει [[ζῷον]] [[πολιτικόν]] (sc. ἐστιν) Arst. человек по природе есть существо общественное;<br /><b class="num">2)</b> общеупотребительный (τὰ ὀνόματα Isocr.).<br /><b class="num">II</b> ὁ государственный деятель, политик Plat., Arst. etc. | |||
}} | }} |