Anonymous

λογικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λογῐκός:''' -ή, -όν ([[λόγος]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον λόγο, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αρμόζει στη [[λογική]] [[σκέψη]] ή [[συζήτηση]], σε Αριστ.· [[λογικός]], στον ίδ.· <i>ἡ [[λογική]]</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[λογική]], σε Κικ.
|lsmtext='''λογῐκός:''' -ή, -όν ([[λόγος]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον λόγο, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αρμόζει στη [[λογική]] [[σκέψη]] ή [[συζήτηση]], σε Αριστ.· [[λογικός]], στον ίδ.· <i>ἡ [[λογική]]</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[λογική]], σε Κικ.
}}
{{elru
|elrutext='''λογικός:''' <b class="num">1)</b> относящийся к речи, речевой: λογικὰ μέρη Plut. органы речи;<br /><b class="num">2)</b> одаренный разумом, разумный ([[ζῷον]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> проистекающий из разума, разумный (ἀρεταί Arst.);<br /><b class="num">4)</b> построенный на рассуждении, логический ([[ἀπόδειξις]], [[συλλογισμός]] Arst.);<br /><b class="num">5)</b> духовный ([[λατρεία]], [[γάλα]] NT).<br /><b class="num">II</b> ὁ прозаик Diog. L.
}}
}}