Anonymous

εἰσαγγέλλω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσαγγέλλω:''' μέλ. <i>-ελῶ</i>,·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μπαίνω]] μέσα και [[αναγγέλλω]] κάποιον (πρβλ. [[εἰσαγγελεύς]]), σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αναγγέλλω]], [[αναφέρω]], [[γνωστοποιώ]] [[κάτι]], σε Θουκ. — Παθ., ἐσαγγελθέντων [[ὅτι]]..., δόθηκε η [[πληροφορία]] ότι..., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[καταγγέλλω]], σε Δημ. κ.λπ.· πρβλ. [[εἰσαγγελία]].
|lsmtext='''εἰσαγγέλλω:''' μέλ. <i>-ελῶ</i>,·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μπαίνω]] μέσα και [[αναγγέλλω]] κάποιον (πρβλ. [[εἰσαγγελεύς]]), σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αναγγέλλω]], [[αναφέρω]], [[γνωστοποιώ]] [[κάτι]], σε Θουκ. — Παθ., ἐσαγγελθέντων [[ὅτι]]..., δόθηκε η [[πληροφορία]] ότι..., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[καταγγέλλω]], σε Δημ. κ.λπ.· πρβλ. [[εἰσαγγελία]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσαγγέλλω:''' ион. и староатт. [[ἐσαγγέλλω]]<br /><b class="num">1)</b> возвещать, докладывать о (чьем-л.) приходе Her., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> докладывать, уведомлять, извещать (τι Arst.; πρός τινα Xen.): τὰ ἐσαγγελλόμενα Thuc. сообщения, вести; ἐσαγγελθέντων ὅτι [[νῆες]] ἐπ᾽ αὐτοὺς πλέουσιν Thuc. получив донесение, что флот идет против них;<br /><b class="num">3)</b> в порядке исангелии (см. [[εἰσαγγελία]] 2) возбуждать судебное дело, привлекать к ответственности (πρὸς τοὺς ἄρχοντας Plat., Isae.; τινὰ περὶ προδοσίας Dem., Plut.; εἰσαγγελίαν εἰ. Arst., Dem.).
}}
}}