Anonymous

συμφλέγω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμφλέγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[καίω]], [[πυρπολώ]] μαζί ώσπου να μείνουν οι στάχτες, [[καίω]] ολοσχερώς, [[κατακαίω]] από κοινού, σε Ευρ., Θεόκρ.
|lsmtext='''συμφλέγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[καίω]], [[πυρπολώ]] μαζί ώσπου να μείνουν οι στάχτες, [[καίω]] ολοσχερώς, [[κατακαίω]] από κοινού, σε Ευρ., Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμφλέγω:''' сжигать (δώματα Eur.): συμπεφλέχθαι [[μετά]] τινος Plut. сгореть вместе с чем-л.
}}
}}