Anonymous

ἑσπέριος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑσπέριος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[ἕσπερος]]),·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για χρόνο, το [[βραδάκι]], κατά το [[σούρουπο]], σε Όμηρ.· [[ἑσπέριος]] ἦλθεν, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[δυτικός]], Λατ. [[occidentalis]], στον ίδ., Ευρ.· <i>τὰ ἑσπ</i>., τα δυτικά μέρη, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἑσπέριος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[ἕσπερος]]),·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για χρόνο, το [[βραδάκι]], κατά το [[σούρουπο]], σε Όμηρ.· [[ἑσπέριος]] ἦλθεν, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[δυτικός]], Λατ. [[occidentalis]], στον ίδ., Ευρ.· <i>τὰ ἑσπ</i>., τα δυτικά μέρη, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑσπέριος:''' и<br /><b class="num">1)</b> вечерний (ἀοιδαί Pind.): ἑ. εἰς [[ἄστυ]] [[κάτειμι]] Hom. вечером я вернусь в город; [[ἄχρι]] ἑσπερίου (sc. χρόνου) Arst. до вечера;<br /><b class="num">2)</b> западный: ἑσπέριοι ἄνθρωποι Hom. западные народы.
}}
}}