Anonymous

μεταδιδάσκω: Difference between revisions

From LSJ
3
(24)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[μεταδιδάσκω]])<br />[[διδάσκω]] κάποιον άλλα, διαφορετικά από αυτά που έχει διδαχθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να αλλάξει ιδέες με τη [[διδασκαλία]] μου, [[προσηλυτίζω]], [[μεταπείθω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>μεταδιδάσκομαι</i><br />α) [[μαθαίνω]] [[κάτι]] καινούργιο εγκαταλείποντας αυτό που έμαθα [[πριν]]<br />β) [[αλλάζω]] [[γνώμη]] [[προς]] το χειρότερο ή [[προς]] το καλύτερο.
|mltxt=(Α [[μεταδιδάσκω]])<br />[[διδάσκω]] κάποιον άλλα, διαφορετικά από αυτά που έχει διδαχθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να αλλάξει ιδέες με τη [[διδασκαλία]] μου, [[προσηλυτίζω]], [[μεταπείθω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>μεταδιδάσκομαι</i><br />α) [[μαθαίνω]] [[κάτι]] καινούργιο εγκαταλείποντας αυτό που έμαθα [[πριν]]<br />β) [[αλλάζω]] [[γνώμη]] [[προς]] το χειρότερο ή [[προς]] το καλύτερο.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταδῐδάσκω:''' переучивать: μεταδιδαχθῆναι (в знач. med.) καὶ μεταμαθεῖν Plut. переучиться и доучиться.
}}
}}