Anonymous

φαυλότης: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φαυλότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[μηδαμινότητα]], [[ευτέλεια]], [[πενιχρότητα]], [[κακία]], λέγεται για ανθρώπους και πράγματα, σε Ξεν. κ.λπ.· ἡ [[φαυλότης]] [[τῶν]] στρατηγῶν, [[έλλειψη]] στρατηγικής δεξιότητας, σε Δημ.· [[έλλειψη]] κρίσης, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], [[σαφήνεια]], [[απλότητα]], στον ίδ.
|lsmtext='''φαυλότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[μηδαμινότητα]], [[ευτέλεια]], [[πενιχρότητα]], [[κακία]], λέγεται για ανθρώπους και πράγματα, σε Ξεν. κ.λπ.· ἡ [[φαυλότης]] [[τῶν]] στρατηγῶν, [[έλλειψη]] στρατηγικής δεξιότητας, σε Δημ.· [[έλλειψη]] κρίσης, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], [[σαφήνεια]], [[απλότητα]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''φαυλότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> скудость, бедность (τῆς χώρας Plat.; τῆς στολῆς Xen.);<br /><b class="num">2)</b> ухудшение, порча (φ. ἐστὶ μοναρχίας ἡ [[τυραννίς]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> дурное качество, порочность (διαφέρειν ἐπιεικείᾳ καὶ φαυλότητι Arst.);<br /><b class="num">4)</b> непригодность, слабость, неспособность (στρατηγῶν Dem.);<br /><b class="num">5)</b> простоватость, простота (διὰ τὴν ἐμὴν φαυλότητα ἠπορούμην Plat.);<br /><b class="num">6)</b> простота, непритязательность, скромность (τοῦ Ἀγησιλάου Xen.).
}}
}}