Anonymous

καταμπέχω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταμπέχω:''' και -[[ίσχω]], [[περικλείω]], [[περιβάλλω]], <i>κ. ἐν τύμβῳ</i>, δηλ. τον θάβουν, σε Ευρ.
|lsmtext='''καταμπέχω:''' και -[[ίσχω]], [[περικλείω]], [[περιβάλλω]], <i>κ. ἐν τύμβῳ</i>, δηλ. τον θάβουν, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταμπέχω:''' окружать, покрывать, т. е. маскировать (ветвями или листвой) (τὰ κράνη Plut.).
}}
}}