Anonymous

διακαλύπτω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διακαλύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[φανερώνω]], [[αποκαλύπτω]], σε Δημ.
|lsmtext='''διακαλύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[φανερώνω]], [[αποκαλύπτω]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''διακᾰλύπτω:''' открывать, обнаруживать (τι [[ὑπό]] τι Plut.; [[τότε]] διακαλυφθήσεται [[ταῦτα]] πάντα Dem.).
}}
}}