Anonymous

ἐπαποδύω: Difference between revisions

From LSJ
2
(13)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπαποδύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[γδύνω]] κάποιον για να αγωνιστεί [[εναντίον]] κάποιου άλλου<br /><b>2.</b> [[ορίζω]], [[τοποθετώ]] κάποιον ως αντίπαλο κάποιου άλλου<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπαποδυομαι</i><br />α) [[αναλαμβάνω]], [[επιχειρώ]], ανασκουμπώνομαι («ἐπαποδυώμεθ' ἄνδρες, τουτωὶ τῷ [[πράγματι]]», Αριστος).)<br />β) επιτίθεμαι, [[ορμώ]] [[εναντίον]] κάποιου («τοῑς νενικηκόσιν ἐπαποδύεσθαι», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[ἐπαποδύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[γδύνω]] κάποιον για να αγωνιστεί [[εναντίον]] κάποιου άλλου<br /><b>2.</b> [[ορίζω]], [[τοποθετώ]] κάποιον ως αντίπαλο κάποιου άλλου<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπαποδυομαι</i><br />α) [[αναλαμβάνω]], [[επιχειρώ]], ανασκουμπώνομαι («ἐπαποδυώμεθ' ἄνδρες, τουτωὶ τῷ [[πράγματι]]», Αριστος).)<br />β) επιτίθεμαι, [[ορμώ]] [[εναντίον]] κάποιου («τοῑς νενικηκόσιν ἐπαποδύεσθαι», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαποδύω:''' (в перех. значении, только praes., impf., fut., aor. 1; в неперех.: aor. 2 ἐπαπέδυν, pf. ἐπαποδέδυκα, а тж. med.: praes. [[ἐπαποδύομαι]], fut. ἐπαποδύσομαι)<br /><b class="num">1)</b> досл. обнажать для борьбы, перен. подстрекать, подговаривать (τινά τινι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> досл. снаряжаться для боя, перен. вступать в борьбу, нападать (τινί Plut.);<br /><b class="num">3)</b> деятельно готовиться, ревностно приниматься (τῷ πράγματι Arph.).
}}
}}