Anonymous

εὐεργεσία: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐεργεσία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[αγαθοεργία]], σε Ομήρ. Οδ., Θέογν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[καλή]] [[υπηρεσία]], αγαθή [[ενέργεια]], [[καλή]], ωφέλιμη [[πράξη]], [[καλοσύνη]], [[μεγαλοψυχία]], [[γενναιοδωρία]], [[ευεργέτημα]], [[φιλανθρωπία]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· <i>εὐ. καταθέσθαι ἔς τινα</i>, σε Θουκ.· <i>εὐ. ὀφείλεταί μοι</i>, στον ίδ. κ.λπ.
|lsmtext='''εὐεργεσία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[αγαθοεργία]], σε Ομήρ. Οδ., Θέογν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[καλή]] [[υπηρεσία]], αγαθή [[ενέργεια]], [[καλή]], ωφέλιμη [[πράξη]], [[καλοσύνη]], [[μεγαλοψυχία]], [[γενναιοδωρία]], [[ευεργέτημα]], [[φιλανθρωπία]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· <i>εὐ. καταθέσθαι ἔς τινα</i>, σε Θουκ.· <i>εὐ. ὀφείλεταί μοι</i>, στον ίδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐεργεσία:''' ион. εὐεργεσίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> доброе дело (κακοεργίης εὐεργεσίη [[ἀμείνων]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> благодеяние, услуга (εὐεργεσίαι καὶ χάριτες Plut.): εὐεργεσίαν ποιεῖν Her., προσφέρειν Plat., [[προέσθαι]] Xen., καταθέσθαι Thuc. (ἔς и πρός τινα) оказывать услугу;<br /><b class="num">3)</b> звание благодетеля (εὐεργεσίαν ψηφίζεσθαί τινι Dem.; ср. [[εὐεργέτης]] 2).
}}
}}