3,276,932
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καθημέριος:''' Δωρ. κάθ-αμ-, -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έρχεται [[μέρα]] με τη [[μέρα]], [[καθημερινός]] (<i>καθ' ἡμέραν</i>), σε Ευρ.· μεταγεν. επίσης [[καθημερινός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που υπάρχει την παρούσα [[ημέρα]], [[ημερήσιος]], σε Σοφ. | |lsmtext='''καθημέριος:''' Δωρ. κάθ-αμ-, -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έρχεται [[μέρα]] με τη [[μέρα]], [[καθημερινός]] (<i>καθ' ἡμέραν</i>), σε Ευρ.· μεταγεν. επίσης [[καθημερινός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που υπάρχει την παρούσα [[ημέρα]], [[ημερήσιος]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰθημέριος:''' дор. καθᾱμέριος 3<br /><b class="num">1)</b> ежедневный, повседневный, т. е. неиссякающий ([[πολύκαρπος]] [[βότρυς]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> нынешний ([[μοῖρα]] Soph.). | |||
}} | }} |