Anonymous

ἐμέω: Difference between revisions

From LSJ
546 bytes added ,  31 December 2018
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμέω:''' παρατ. [[ἤμουν]], Ιων. <i>ἤμεον</i>, μέλ. <i>ἐμέσω</i>, Αττ. [[ἐμῶ]], Μέσ. [[ἐμοῦμαι]]· αόρ. αʹ [[ἤμεσα]], Επικ. <i>ἔμεσα</i>· παρακ. <i>ἐμήμεκα</i>· κάνω εμετό, [[ξερνώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., κάνω εμετούς, είμαι [[άρρωστος]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἐμ. πτίλῳ</i>, [[προκαλώ]] εμετό με [[φτερό]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐμέω:''' παρατ. [[ἤμουν]], Ιων. <i>ἤμεον</i>, μέλ. <i>ἐμέσω</i>, Αττ. [[ἐμῶ]], Μέσ. [[ἐμοῦμαι]]· αόρ. αʹ [[ἤμεσα]], Επικ. <i>ἔμεσα</i>· παρακ. <i>ἐμήμεκα</i>· κάνω εμετό, [[ξερνώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., κάνω εμετούς, είμαι [[άρρωστος]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἐμ. πτίλῳ</i>, [[προκαλώ]] εμετό με [[φτερό]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμέω:''' (impf. [[ἤμουν]], атт. fut. [[ἐμῶ]], aor. [[ἤμεσα]], pf. ἐμήμεκα; pass.: pf. ἠμήμεσμαι, inf. aor. ἐμεθῆναι)<br /><b class="num">1)</b> извергать, изрыгать, выплевывать ([[αἷμα]] Hom.; θρόμβους φόνου, ἰὸν βαρύν Aesch.; [[μέλι]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> страдать рвотой; ἄφρονες ἐγίγνοντο καὶ [[ἤμουν]] Xen. они бредили, и их рвало.
}}
}}