Anonymous

σφαδάζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφᾰδάζω:''' ή [[σφαδᾴζω]], μόνο σε ενεστ. και παρατ.<br /><b class="num">1.</b> κινούμαι σπασμωδικά, [[σπαράζω]], [[σπαρταρώ]], [[χτυπώ]] τα πόδια μου, [[αντιστέκομαι]], λέγεται για άλογα, σε Αισχύλ., Ξεν.· πρβλ. [[ἀσφάδαστος]].<br /><b class="num">2.</b> κινούμαι σπασμωδικά, [[επιδεικνύω]] [[ανυπομονησία]], [[λαχταρώ]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''σφᾰδάζω:''' ή [[σφαδᾴζω]], μόνο σε ενεστ. και παρατ.<br /><b class="num">1.</b> κινούμαι σπασμωδικά, [[σπαράζω]], [[σπαρταρώ]], [[χτυπώ]] τα πόδια μου, [[αντιστέκομαι]], λέγεται για άλογα, σε Αισχύλ., Ξεν.· πρβλ. [[ἀσφάδαστος]].<br /><b class="num">2.</b> κινούμαι σπασμωδικά, [[επιδεικνύω]] [[ανυπομονησία]], [[λαχταρώ]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''σφᾰδάζω:''' <b class="num">1)</b> метаться, корчиться, биться ([[βοᾶν]] καὶ σ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> взвиваться, становиться на дыбы Trag., Xen.;<br /><b class="num">3)</b> гореть нетерпением, рваться (ἐπὶ τὴν μάχην, πρὸς τὸν ἀγῶνα Plut.): σ. πρὸς [[δόξαν]] Plut. жадно стремиться к славе; [[ὑπὲρ]] τῶν ἐν Μεσσήνῃ κτημάτων καὶ προσόδων σ. Plut. стремиться овладеть богатствами и доходами Мессены.
}}
}}