3,253,953
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καρποφάγος:''' -ον (φᾰγεῖν), αυτός που ζει τρώγοντας καρπούς, σε Αριστ. | |lsmtext='''καρποφάγος:''' -ον (φᾰγεῖν), αυτός που ζει τρώγοντας καρπούς, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καρποφάγος:''' (φᾰ) питающийся плодами (ζῷα Arst.). | |||
}} | }} |