Anonymous

κρεοφάγος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρεοφάγος:''' -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει σάρκες, [[σαρκοφάγος]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κρεοφάγος:''' -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει σάρκες, [[σαρκοφάγος]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κρεοφάγος:''' Her., Arst. v. l. = [[κρεωφάγος]].
}}
}}