Anonymous

παρεμπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρεμπορεύομαι:''' αποθ., [[εμπορεύομαι]] επιπροσθέτως· μεταφ., τὸ τερπνὸν [[παρεμπορεύομαι]], [[προσφέρω]] [[τέρψη]] [[εκτός]] από [[διδασκαλία]], σε Λουκ.
|lsmtext='''παρεμπορεύομαι:''' αποθ., [[εμπορεύομαι]] επιπροσθέτως· μεταφ., τὸ τερπνὸν [[παρεμπορεύομαι]], [[προσφέρω]] [[τέρψη]] [[εκτός]] από [[διδασκαλία]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρεμπορεύομαι:''' попутно доставлять: τὸ τερπνὸν π. Luc. побочным образом (т. е. наряду с поучением) доставлять и удовольствие.
}}
}}