Anonymous

γραμματικός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γραμμᾰτικός:''' -ή, -όν (γράμματα), αυτός που γνωρίζει γράμματα, αυτός που κατέχει [[καλά]] τις πρωταρχικές γνώσεις, ο [[γραμματικός]], σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ.· <i>ἡ [[γραμματική]]</i> (με ή [[χωρίς]] το [[τέχνη]]), η [[γραμματική]] [[επιστήμη]], στον ίδ.
|lsmtext='''γραμμᾰτικός:''' -ή, -όν (γράμματα), αυτός που γνωρίζει γράμματα, αυτός που κατέχει [[καλά]] τις πρωταρχικές γνώσεις, ο [[γραμματικός]], σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ.· <i>ἡ [[γραμματική]]</i> (με ή [[χωρίς]] το [[τέχνη]]), η [[γραμματική]] [[επιστήμη]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''γραμμᾰτικός:''' <b class="num">1)</b> касающийся чтения и письма, словесный, языковый ([[ἐπιστήμη]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> владеющий искусством чтения и письма, грамотный Xen., Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> украшенный письменами (ποτήρια Luc.).<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> учитель грамоты Plut.;<br /><b class="num">2)</b> грамматик, т. е. исследователь литературных текстов (преимущ. Гомера), филолог (в соврем. знач.) Polyb., Diog. L.
}}
}}