Anonymous

ἐντομή: Difference between revisions

From LSJ
2
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἐντομή]])<br />[[εγκοπή]], [[σχισμή]], [[αυλάκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] που δίνεται σε σχισμές ή αύλακες που παρατηρούνται σε διάφορα οστά ή άλλα όργανα<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[τομή]] του φλοιού που αποβλέπει στην [[ενδυνάμωση]] του φυτού («εγκάρσια [[εντομή]]», «[[δακτυλοειδής]] [[εντομή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στενή [[δίοδος]], [[χαράδρα]]<br /><b>2.</b> (για [[λιθοδομία]]) [[λάξευση]]<br /><b>3.</b> το [[κενό]] που δημιουργείται από την [[εντομή]].
|mltxt=η (Α [[ἐντομή]])<br />[[εγκοπή]], [[σχισμή]], [[αυλάκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] που δίνεται σε σχισμές ή αύλακες που παρατηρούνται σε διάφορα οστά ή άλλα όργανα<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[τομή]] του φλοιού που αποβλέπει στην [[ενδυνάμωση]] του φυτού («εγκάρσια [[εντομή]]», «[[δακτυλοειδής]] [[εντομή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στενή [[δίοδος]], [[χαράδρα]]<br /><b>2.</b> (για [[λιθοδομία]]) [[λάξευση]]<br /><b>3.</b> το [[κενό]] που δημιουργείται από την [[εντομή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντομή:''' ἡ<b class="num">1)</b> надрез, зазубрина: πριστοῦ κτενὸς ἐντομαί Luc. зубья гребня;<br /><b class="num">2)</b> насечка, перетяжка (τὰ ἔντομα [[ἔχει]] κατὰ τὸ [[σῶμα]] ἐντομάς Arst.);<br /><b class="num">3)</b> расселина, ущелье ([[στενή]] Diod.; πλαγία Plut.).
}}
}}