Anonymous

μάκρωσις: Difference between revisions

From LSJ
3
(6_11)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάκρωσις''': ἡ, τὸ ἐκτείνειν, μηκύνειν· ἰδίως τὸ ἐκτείνεσθαι [[περί]] τινος, μακρολογεῖν, Πολύβ. 15. 36, 2 ([[ἔνθα]] ὁ Casaub. μάκρυνσις).
|lstext='''μάκρωσις''': ἡ, τὸ ἐκτείνειν, μηκύνειν· ἰδίως τὸ ἐκτείνεσθαι [[περί]] τινος, μακρολογεῖν, Πολύβ. 15. 36, 2 ([[ἔνθα]] ὁ Casaub. μάκρυνσις).
}}
{{elru
|elrutext='''μάκρωσις:''' εως ἡ удлинение, растягивание (Polyb. - v. l. [[ἀκρόασις]]).
}}
}}