Anonymous

ἄϊδρις: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄϊδρις:''' -ι, γεν. <i>-ιος</i> και <i>-εος</i> (*[[εἴδω]]), ποιητ. επίθ., αυτός που δεν γνωρίζει, μη πληροφορημένος, αυτός που βρίσκεται σε [[άγνοια]], [[αμαθής]], σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἄϊδρις:''' -ι, γεν. <i>-ιος</i> και <i>-εος</i> (*[[εἴδω]]), ποιητ. επίθ., αυτός που δεν γνωρίζει, μη πληροφορημένος, αυτός που βρίσκεται σε [[άγνοια]], [[αμαθής]], σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄϊδρις:''' gen. ιος и εος не знающий, незнакомый, несведущий ([[φώς]] Hom.; [[ἀνήρ]] Pind.; τινος Hom., Hes., Aesch.): ἄ. εἰς τόδ᾽ [[ἦλθον]] Soph. я сделал это по неведению; οὐκ ἂν ἄ. ὑπείποις Soph. ты знаешь (это) и мог бы (об этом) рассказать.
}}
}}