Anonymous

ὑπέρθυμος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρθῡμος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[τολμηρός]], θαραλλέος, [[γενναίος]], [[ανδρείος]], [[μεγαλόψυχος]], [[παράτολμος]], [[ριψοκίνδυνος]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[θρασύς]], [[αλαζόνας]], σε Ησίοδ.· [[οξύθυμος]], λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> [[σφόδρα]] οργισμένος· επίρρ., ὑπερθύμως [[ἄγαν]], σε σφοδρή [[οργή]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὑπέρθῡμος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[τολμηρός]], θαραλλέος, [[γενναίος]], [[ανδρείος]], [[μεγαλόψυχος]], [[παράτολμος]], [[ριψοκίνδυνος]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[θρασύς]], [[αλαζόνας]], σε Ησίοδ.· [[οξύθυμος]], λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> [[σφόδρα]] οργισμένος· επίρρ., ὑπερθύμως [[ἄγαν]], σε σφοδρή [[οργή]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρθῡμος:''' <b class="num">1)</b> полный отваги, мужественный (ἕταροι Hom.; φῶτες Pind.);<br /><b class="num">2)</b> ретивый, горячий (sc. [[ἵππος]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> дерзновенный, дерзостный ([[Τιτῆνες]] Hes.; οἱ [[Γέται]] Anth.).
}}
}}