Anonymous

ἐνάλιος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνάλιος:''' [ᾰ], -α, -ον ή -ος, -ον, ποιητ. [[εἰνάλιος]] (ἅλς),· αυτός που βρίσκεται μέσα ή πάνω από τη [[θάλασσα]], ο [[θαλάσσιος]], Λατ. [[marinus]], σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ἐν. [[λεώς]], οι ναύτες, σε Σοφ.· πόντου εἰναλία [[φύσις]], δηλ. τα ψάρια, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐνάλιος:''' [ᾰ], -α, -ον ή -ος, -ον, ποιητ. [[εἰνάλιος]] (ἅλς),· αυτός που βρίσκεται μέσα ή πάνω από τη [[θάλασσα]], ο [[θαλάσσιος]], Λατ. [[marinus]], σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ἐν. [[λεώς]], οι ναύτες, σε Σοφ.· πόντου εἰναλία [[φύσις]], δηλ. τα ψάρια, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνάλιος:''' эп.-дор. [[εἰνάλιος]] 3 и 2 (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> морской (κορῶναι Hom.; [[ἄκατος]] Pind.; πόροι Aesch.; [[θεός]] Soph., Eur.; νῆσοι, ζῷα Arst.): εἰνάλιοι πόνοι Pind., Theocr. труды рыбаков; ἐ. [[λεώς]] Soph. мореплаватели, моряки; πόντου ἐναλία [[φύσις]] Soph. и τὸ τῶν ἐναλίων [[γένος]] Plut. = ἰχθύες;<br /><b class="num">2)</b> приморский ([[χθών]] Eur.; δίαιται Plut.).
}}
}}