3,274,380
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατασκοπέω:''' μέλ. <i>-σκέψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-εσκεψάμην</i>· [[παρατηρώ]] από κοντά, [[παρακολουθώ]], [[κατασκοπεύω]], σε Ευρ.· κάνω [[αναγνώριση]] εδάφους, σε Ξεν.· επίσης στη Μέσ., στον ίδ. | |lsmtext='''κατασκοπέω:''' μέλ. <i>-σκέψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-εσκεψάμην</i>· [[παρατηρώ]] από κοντά, [[παρακολουθώ]], [[κατασκοπεύω]], σε Ευρ.· κάνω [[αναγνώριση]] εδάφους, σε Ξεν.· επίσης στη Μέσ., στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατασκοπέω:''' тж. med. (fut. κατασκέψομαι, aor. [[κατεσκεψάμην]])<br /><b class="num">1)</b> внимательно или пристально глядеть, высматривать (ὅπῃ νοσοῖεν ξύμμαχοι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> med. осматривать (ἑαυτόν Xen.; τὰς πανοπλίας Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> злоумышлять (τὴν ἐλευθερίαν τινός NT). | |||
}} | }} |