Anonymous

κατίσχω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατίσχω:'''<b class="num">I.</b> ισοδυν. [[τύπος]] του [[κατέχω]], [[αναχαιτίζω]], [[κρατώ]] [[πίσω]], Λατ. detinere, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. — Μέσ., [[κρατώ]] κοντά μου, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[απασχολώ]], έχω ως [[κτήμα]]— Παθ., είμαι [[κατειλημμένος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">III.</b> [[οδηγώ]] ή [[διευθύνω]] προς ένα [[μέρος]], στο ίδ., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b>αμτβ., [[κατέρχομαι]], [[κατεβαίνω]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κατίσχω:'''<b class="num">I.</b> ισοδυν. [[τύπος]] του [[κατέχω]], [[αναχαιτίζω]], [[κρατώ]] [[πίσω]], Λατ. detinere, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. — Μέσ., [[κρατώ]] κοντά μου, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[απασχολώ]], έχω ως [[κτήμα]]— Παθ., είμαι [[κατειλημμένος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">III.</b> [[οδηγώ]] ή [[διευθύνω]] προς ένα [[μέρος]], στο ίδ., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b>αμτβ., [[κατέρχομαι]], [[κατεβαίνω]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατίσχω:''' Hom. [[καταΐσχω]] (= [[κατέχω]])<br /><b class="num">1)</b> спускаться, сходить ([[σέλας]] κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ Her.);<br /><b class="num">2)</b> сдерживать, удерживать (sc. ἵππους Hom.); med. держать при себе (γυναῖκα νέην Hom.);<br /><b class="num">3)</b> занимать ([[ὅλον]] τὸ [[σμῆνος]] Arst.); pass. быть занятым ([[οὔτε]] ποίμνῃσιν καταΐσχεται - sc. ἡ [[νῆσος]] - οὔτ᾽ ἀρότοισιν Hom.);<br /><b class="num">4)</b> направлять, вести ([[νῆα]] ἐς πατρίδα γαῖαν Hom.).
}}
}}