Anonymous

ἐμπληστέος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπληστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[ἐμπίπλημι]], αυτό που πρέπει να γεμιστεί με [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐμπληστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[ἐμπίπλημι]], αυτό που πρέπει να γεμιστεί με [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπληστέος:''' adj. verb. к [[ἐμπίπλημι]].
}}
}}