3,270,346
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἶνοψ:''' -οπος, ὁ (ὄψ), αυτός που έχει [[χρώμα]] κρασιού, στο σκούρο [[χρώμα]] του κρασιού, λέγεται για τη [[θάλασσα]] ([[ποτέ]] στην ονομ.), <i>ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ</i>, σε Όμηρ.· λέγεται για τα βόδια, αυτά που έχουν το [[χρώμα]] του βαθυκόκκινου κρασιού, στον ίδ. | |lsmtext='''οἶνοψ:''' -οπος, ὁ (ὄψ), αυτός που έχει [[χρώμα]] κρασιού, στο σκούρο [[χρώμα]] του κρασιού, λέγεται για τη [[θάλασσα]] ([[ποτέ]] στην ονομ.), <i>ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ</i>, σε Όμηρ.· λέγεται για τα βόδια, αυτά που έχουν το [[χρώμα]] του βαθυκόκκινου κρασιού, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἶνοψ:''' οπος adj.<br /><b class="num">1)</b> цвета вина, т. е. темный или потемневший ([[πόντος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> красновато-рыжий, гнедой ([[βοῦς]] Hom.). | |||
}} | }} |