Anonymous

ψωρικός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(47c)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ψωρικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ψώρα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ψώρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ.ως ουσ.) <i>τὸ ψωρικόν</i><br />αντιψωρικό [[φάρμακο]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά ψωρικά</i><br />δερματικές ασθένειες.
|mltxt=-ή, -ό / [[ψωρικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ψώρα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ψώρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ.ως ουσ.) <i>τὸ ψωρικόν</i><br />αντιψωρικό [[φάρμακο]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά ψωρικά</i><br />δερματικές ασθένειες.
}}
{{elru
|elrutext='''ψωρικός:''' мед. накожный (ἐξανθήματα Plut.).
}}
}}