Anonymous

ἐξόλλυμι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξόλλῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ολέσω</i>, Αττ. <i>-ολῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-ώλεσα</i>, παρακ. <i>-ολώλεκα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[καταστρέφω]] ολοκληρωτικά, [[αφανίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., με παρακ. βʹ <i>ἐξόλωλα</i>, καταστρέφομαι εντελώς, [[χάνομαι]], σε Σοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐξόλλῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ολέσω</i>, Αττ. <i>-ολῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-ώλεσα</i>, παρακ. <i>-ολώλεκα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[καταστρέφω]] ολοκληρωτικά, [[αφανίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., με παρακ. βʹ <i>ἐξόλωλα</i>, καταστρέφομαι εντελώς, [[χάνομαι]], σε Σοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξόλλῡμι:''' <b class="num">1)</b> (fut. [[ἐξολῶ]], aor. 1 ἐξώλεσα, pf. ἐξολώλεκα) полностью истреблять, уничтожать, губить (τινά Hom., Eur., Arph., Plat.);<br /><b class="num">2)</b> med. ἐξόλλυμαι (pf. 2 ἐξόλωλα) окончательно погибать (ἐ. ὑπὸ τοῦ λιμοῦ Arph.): [[κακῶς]] ἐξόλοιο! Eur. а, чтоб тебе пропасть!
}}
}}