Anonymous

ἀμνός: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμνός:''' ὁ, αρνί, σε Σοφ., Αριστοφ.· <i>ἀμνοὶ τοὺς τρόπους</i>, πρόβατα ως προς τον χαρακτήρα, στη [[συμπεριφορά]], στον ίδ.· για τις πλάγιες πτώσεις χρησιμ. τα [[ἀρνός]], [[ἀρνί]], [[ἄρνα]]· βλ. [[ἀρνός]].
|lsmtext='''ἀμνός:''' ὁ, αρνί, σε Σοφ., Αριστοφ.· <i>ἀμνοὶ τοὺς τρόπους</i>, πρόβατα ως προς τον χαρακτήρα, στη [[συμπεριφορά]], στον ίδ.· για τις πλάγιες πτώσεις χρησιμ. τα [[ἀρνός]], [[ἀρνί]], [[ἄρνα]]· βλ. [[ἀρνός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμνός:''' ὁ и ἡ ягненок, агнец Arph., Theocr., Anth.
}}
}}