Anonymous

λάκτισμα: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λάκτισμα:''' τό, [[κλωτσιά]], [[ποδοβολητό]], [[τσαλαπάτημα]], με γεν., σε Αισχύλ.
|lsmtext='''λάκτισμα:''' τό, [[κλωτσιά]], [[ποδοβολητό]], [[τσαλαπάτημα]], με γεν., σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''λάκτισμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> удар ногой, пинок (λακτίσματι τύπτειν Diod.);<br /><b class="num">2)</b> попирание, оскорбление (δείπνου Aesch.).
}}
}}