Anonymous

φαρμακεύς: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φαρμᾰκεύς:''' -έως, ὁ ([[φάρμακον]]), αυτός που δηλητηριάζει, [[μάγος]], [[γητευτής]], [[γόης]], σε Σοφ.
|lsmtext='''φαρμᾰκεύς:''' -έως, ὁ ([[φάρμακον]]), αυτός που δηλητηριάζει, [[μάγος]], [[γητευτής]], [[γόης]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''φαρμᾰκεύς:''' έως ὁ приготовляющий волшебные, ядовитые или целебные снадобья, т. е. колдун, чародей Soph., Plat., Plut., Luc.
}}
}}