3,274,216
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σπάνιος:''' [ᾰ], -α, -ον ([[σπάνις]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σπάνιος]], αυτός που είναι σε [[έλλειψη]], [[ανεπαρκής]], [[λειψός]], [[λιγοστός]], σε Ηρόδ., Ευρ.· <i>σπάνιον ἑαυτὸν παρέχειν</i>, Λατ. difficiles [[aditus]] habere, σε Πλάτ.· <i>ὕδατι σπανίῳ χρώμενοι</i>, έχοντας ανεπαρκές, λιγοστό, περιορισμένο [[απόθεμα]] νερού, σε Θουκ.· με απαρ., [[σπάνιος]] [[ἰδεῖν]], αυτός που είναι [[σπάνιος]] στο να τον δει [[κάποιος]], [[δυσεύρετος]], [[ακριβοθώρητος]], σε Ξεν.· λέγεται για πρόσωπα με επιρρ. [[σημασία]], [[σπάνιος]] ἐπιφοιτᾷ, [[σπανίως]], [[σποραδικά]] επισκέπτεται, σε Ηρόδ.· <i>σπάνιόν ἐστι</i>, με απαρ. είναι σπάνιο να..., σε Ξεν.· τὸσπάνιον = [[σπάνις]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> συγκρ. <i>σπανιώτερος</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.· υπερθ. <i>-ώτατος</i>, σε Αττ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., <i>-ίως</i>, [[σπανίως]], που και που, αραιά και που, σε Ξεν.· ομοίως, <i>σπανίᾳ</i>, σε Πλάτ.· συγκρ. <i>-ιώτερον</i>, σε Θουκ. | |lsmtext='''σπάνιος:''' [ᾰ], -α, -ον ([[σπάνις]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σπάνιος]], αυτός που είναι σε [[έλλειψη]], [[ανεπαρκής]], [[λειψός]], [[λιγοστός]], σε Ηρόδ., Ευρ.· <i>σπάνιον ἑαυτὸν παρέχειν</i>, Λατ. difficiles [[aditus]] habere, σε Πλάτ.· <i>ὕδατι σπανίῳ χρώμενοι</i>, έχοντας ανεπαρκές, λιγοστό, περιορισμένο [[απόθεμα]] νερού, σε Θουκ.· με απαρ., [[σπάνιος]] [[ἰδεῖν]], αυτός που είναι [[σπάνιος]] στο να τον δει [[κάποιος]], [[δυσεύρετος]], [[ακριβοθώρητος]], σε Ξεν.· λέγεται για πρόσωπα με επιρρ. [[σημασία]], [[σπάνιος]] ἐπιφοιτᾷ, [[σπανίως]], [[σποραδικά]] επισκέπτεται, σε Ηρόδ.· <i>σπάνιόν ἐστι</i>, με απαρ. είναι σπάνιο να..., σε Ξεν.· τὸσπάνιον = [[σπάνις]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> συγκρ. <i>σπανιώτερος</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.· υπερθ. <i>-ώτατος</i>, σε Αττ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., <i>-ίως</i>, [[σπανίως]], που και που, αραιά και που, σε Ξεν.· ομοίως, <i>σπανίᾳ</i>, σε Πλάτ.· συγκρ. <i>-ιώτερον</i>, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σπάνιος:''' 3, реже 2 (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> редкий, редкостный ([[θήρευμα]] Eur.): [[σπάνιον]] [[μέρος]] Eur. редкий удел; δοκεῖς [[σπάνιον]] σεαυτὸν παρέχειν Plat. ты, кажется, редко показываешься; σ. [[ἰδεῖν]] Xen. редко попадающийся (на глаза), редкостный; σ. ἐπιφοιτᾷ (τὴν Αἴγυπτον) Her. (феникс) редко посещает Египет;<br /><b class="num">2)</b> недостаточный, скудный: ὕδατι σπανίῳ [[χρῆσθαι]] Thuc. ощущать недостаток в воде - см. тж. [[σπάνιον]]. | |||
}} | }} |