Anonymous

ἀμοχθεί: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμοχθεί:''' ή -θί[ῑ], επίρρ. του [[ἄμοχθος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''ἀμοχθεί:''' ή -θί[ῑ], επίρρ. του [[ἄμοχθος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμοχθεί:''' и [[ἀμοχθί]] adv. без усилий, без труда Aesch., Eur., Luc.
}}
}}