3,277,119
edits
(10) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσμείλικτος]], -ον (AM)<br />αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυσμείλικτον</i> η [[ιδιότητα]] του δυσμείλικτου. | |mltxt=[[δυσμείλικτος]], -ον (AM)<br />αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυσμείλικτον</i> η [[ιδιότητα]] του δυσμείλικτου. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσμείλικτος:''' неумолимый, непримиримый (περὶ τὰς τιμωρίας Plut.). | |||
}} | }} |