Anonymous

ἐφεψιάομαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐφεψῐάομαι:''' αποθ., [[εμπαίζω]], [[χλευάζω]], [[σκώπτω]], <i>τινι</i>, Λατ. elludere, Επικ. γʹ πληθ. <i>ἐφεψιόωνται</i>, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἐφεψῐάομαι:''' αποθ., [[εμπαίζω]], [[χλευάζω]], [[σκώπτω]], <i>τινι</i>, Λατ. elludere, Επικ. γʹ πληθ. <i>ἐφεψιόωνται</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφεψιάομαι:''' насмехаться, издеваться, глумиться (τινι Hom.).
}}
}}