Anonymous

σομφός: Difference between revisions

From LSJ
4
(38)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σομφός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />[[σπογγώδης]], [[πορώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «σομφό [[ξύλο]]»<br /><b>βοτ.</b> τα εξωτερικά ζωντανά και λειτουργικά στρώματα του δευτερογενούς ξυλώματος τών δέντρων, τα οποία επιτελούν τη [[λειτουργία]] μεταφοράς νερού και ανόργανων θρεπτικών αλάτων στο φύλλωμά τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ήχο) [[βαρύς]], [[χοντρός]] («σομφὸν φθέγγεσθαι» — λεγόταν για πρόσωπα που έχουν πολύποδα στη [[μύτη]], Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (για ήχο) ο [[ενδιάμεσος]] [[μεταξύ]] ευκρινούς και συγκεχυμένου<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[σομφός]]<br />η [[κολοκυνθίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], το επίθ. [[σομφός]] ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>swomb</i>(<i>h</i>)<i>o</i>-<i>s</i> «[[πορώδης]]» και συνδέεται με: αρχ. άνω γερμ. <i>svamp</i> «[[σπόγγος]]» (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>Schwamm</i> «[[σπόγγος]]»), αγγλοσαξ. <i>svamm</i> «[[σπόγγος]]». Πρόβλημα, [[ωστόσο]], γεννά η [[διατήρηση]] του αρκτικού <i>σ</i>- στον ελλ. τ. (<b>βλ.</b> και λ. [[σέλας]]). Η [[άποψη]], [[τέλος]], ότι πρόκειται για λ. ευρείας διάδοσης δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=-ή, -ό / [[σομφός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />[[σπογγώδης]], [[πορώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «σομφό [[ξύλο]]»<br /><b>βοτ.</b> τα εξωτερικά ζωντανά και λειτουργικά στρώματα του δευτερογενούς ξυλώματος τών δέντρων, τα οποία επιτελούν τη [[λειτουργία]] μεταφοράς νερού και ανόργανων θρεπτικών αλάτων στο φύλλωμά τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ήχο) [[βαρύς]], [[χοντρός]] («σομφὸν φθέγγεσθαι» — λεγόταν για πρόσωπα που έχουν πολύποδα στη [[μύτη]], Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (για ήχο) ο [[ενδιάμεσος]] [[μεταξύ]] ευκρινούς και συγκεχυμένου<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[σομφός]]<br />η [[κολοκυνθίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], το επίθ. [[σομφός]] ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>swomb</i>(<i>h</i>)<i>o</i>-<i>s</i> «[[πορώδης]]» και συνδέεται με: αρχ. άνω γερμ. <i>svamp</i> «[[σπόγγος]]» (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>Schwamm</i> «[[σπόγγος]]»), αγγλοσαξ. <i>svamm</i> «[[σπόγγος]]». Πρόβλημα, [[ωστόσο]], γεννά η [[διατήρηση]] του αρκτικού <i>σ</i>- στον ελλ. τ. (<b>βλ.</b> και λ. [[σέλας]]). Η [[άποψη]], [[τέλος]], ότι πρόκειται για λ. ευρείας διάδοσης δεν θεωρείται πιθανή].
}}
{{elru
|elrutext='''σομφός:''' <b class="num">1)</b> губчатый, пористый ([[σάρξ]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> рыхлый ([[χώρα]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> (о звуке) глухой ([[φωνή]] Arst.).
}}
}}