Anonymous

ἀπομείρομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπομείρομαι:''' αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[διανέμω]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., αποχωρίζομαι από, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀπομείρομαι:''' αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[διανέμω]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., αποχωρίζομαι από, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπομείρομαι:''' <b class="num">1)</b> распределять, назначать в удел (ἔγοιο τρίτην αἶσαν Hes.);<br /><b class="num">2)</b> отделяться ([[θεῶν]] Hes.).
}}
}}