Anonymous

ποικιλόδειρος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποικῐλόδειρος:''' -ον ([[δειρή]]), αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό, σε Ανθ.
|lsmtext='''ποικῐλόδειρος:''' -ον ([[δειρή]]), αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποικῐλόδειρος:''' с пестрой шейкой или с переливчатым голосом ([[ἀηδών]] Hes.).
}}
}}