Anonymous

σκόλοψ: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκόλοψ:''' -οπος, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πάσσαλος]] που έχει αιχμηρή [[απόληξη]], [[παλούκι]], [[σούβλα]], [[σταυρός]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· στον πληθ. <i>σκόλοπες</i>, [[συστάδα]] από πασσάλους, [[περίφραξη]] από πασσάλους, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αγκάθι]], [[αγκίδα]], σε Βάβρ., Κ.Δ.<br /><b class="num">II.</b> δέντρο, σε Ευρ.
|lsmtext='''σκόλοψ:''' -οπος, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πάσσαλος]] που έχει αιχμηρή [[απόληξη]], [[παλούκι]], [[σούβλα]], [[σταυρός]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· στον πληθ. <i>σκόλοπες</i>, [[συστάδα]] από πασσάλους, [[περίφραξη]] από πασσάλους, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αγκάθι]], [[αγκίδα]], σε Βάβρ., Κ.Δ.<br /><b class="num">II.</b> δέντρο, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκόλοψ:''' οπος ὁ<br /><b class="num">1)</b> кол Hom., Eur.; pl. частокол Hom., Her., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> острие рыболовного крючка: ἡ ἐς τὸ [[ἔμπαλιν]] τοῦ σκόλοπος [[ἀναστροφή]] Luc. загнутое назад острие крючка;<br /><b class="num">3)</b> заноза (ἐδόθη μοι σ. τῇ σαρκί NT): σκόλοπός τινι καταπαγέντος Sext. если в кого-л. попадет заноза;<br /><b class="num">4)</b> поэт. дерево: ἀπὸ πέτρας ἢ σκόλοπος Eur. с высоты скалы или дерева.
}}
}}