3,276,318
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμόδημος:''' Δωρ. -δᾱμος, -ον, αυτός που ανήκει στον ίδιο δήμο ή στην [[ίδια]] [[γενιά]], σε Πίνδ.· <i>τινι</i>, με κάποιον, στον ίδ. | |lsmtext='''ὁμόδημος:''' Δωρ. -δᾱμος, -ον, αυτός που ανήκει στον ίδιο δήμο ή στην [[ίδια]] [[γενιά]], σε Πίνδ.· <i>τινι</i>, με κάποιον, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμόδημος:''' дор. [[ὁμόδαμος|ὁμόδᾱμος]] 2 принадлежащий к тому же народу (ὁ. Σπαρτῶν [[γένει]] Pind.); единоплеменный ([[γόνος]] Pind.). | |||
}} | }} |