Anonymous

σύνεσις: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύνεσις:''' Αττ. [[ξύνεσις]], ἡ [σύν-εμι ([[εἶμι]], Λατ. [[ibo]])],<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για ποταμούς, [[συμβολή]], [[συνάντηση]] [[δύο]] ρευμάτων ή ποταμών· [[ξύνεσις]] [[δύω]] ποταμῶν, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ([[συνίημι]]) γρήγορη [[αντίληψη]], ευφυΐα, [[αγχίνοια]], [[ευστροφία]], [[οξύνοια]], σε Θουκ.· λέγεται για ζώα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[οξύνοια]] που επιδεικνύεται σε [[κάτι]], [[ταχύτητα]] αντιλήψεως σε [[σχέση]] με [[κάτι]], στον ίδ.· [[περί]] τινος, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> = [[συνείδησις]], σε Ευρ.<br /><b class="num">IV.</b> [[κλάδος]] τέχνης ή επιστήμης, σε Αριστ.
|lsmtext='''σύνεσις:''' Αττ. [[ξύνεσις]], ἡ [σύν-εμι ([[εἶμι]], Λατ. [[ibo]])],<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για ποταμούς, [[συμβολή]], [[συνάντηση]] [[δύο]] ρευμάτων ή ποταμών· [[ξύνεσις]] [[δύω]] ποταμῶν, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ([[συνίημι]]) γρήγορη [[αντίληψη]], ευφυΐα, [[αγχίνοια]], [[ευστροφία]], [[οξύνοια]], σε Θουκ.· λέγεται για ζώα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[οξύνοια]] που επιδεικνύεται σε [[κάτι]], [[ταχύτητα]] αντιλήψεως σε [[σχέση]] με [[κάτι]], στον ίδ.· [[περί]] τινος, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> = [[συνείδησις]], σε Ευρ.<br /><b class="num">IV.</b> [[κλάδος]] τέχνης ή επιστήμης, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''σύνεσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> соединение, встреча, слияние ([[δύω]] ποταμῶν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> рассудок, здравый смысл (φρόνησίς τε καὶ ξ. Plat.): [[ὅστις]] γε σύνεσιν ἔχοι Her. всякий здравомыслящий человек;<br /><b class="num">3)</b> благоразумие, здравость (φρενῶν Pind.; γνώμης Thuc.);<br /><b class="num">4)</b> понятливость, сообразительность, ум Thuc., Plat., Arst.;<br /><b class="num">5)</b> понимание, знание (περί τινος Thuc.): ἡ διὰ τῆς ἱστορίας περιγινομένη σ. Diod. даваемое исторической наукой понимание;<br /><b class="num">6)</b> (нравственное) сознание, совесть Eur., Men., Polyb.;<br /><b class="num">7)</b> отрасль знания, наука Arst.
}}
}}