Anonymous

ἀπόλαυσις: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόλαυσις:''' -εως, ἡ ([[ἀπολαύω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[απόλαυση]], [[τέρψη]], [[ηδονή]], σε Θουκ., Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ωφέλεια]] που αποκτάται από [[κάτι]], σε Ξεν.· ἀπόλαυσιν [[εἰκοῦς]] (αιτ. απόλ.), ως [[ανταμοιβή]] για την ομοιότητά [[σου]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀπόλαυσις:''' -εως, ἡ ([[ἀπολαύω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[απόλαυση]], [[τέρψη]], [[ηδονή]], σε Θουκ., Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ωφέλεια]] που αποκτάται από [[κάτι]], σε Ξεν.· ἀπόλαυσιν [[εἰκοῦς]] (αιτ. απόλ.), ως [[ανταμοιβή]] για την ομοιότητά [[σου]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόλαυσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> (ис)пользование, потребление (sc. τῶν ἀγαθῶν Thuc., Isocr.); вкушение (σίτων καὶ ποτῶν Xen.);<br /><b class="num">2)</b> наслаждение, удовольствие (ἀπολαύσεις σωματικαί Arst.);<br /><b class="num">3)</b> воздаяние (ἀδικημάτων Luc.): ἀπόλαυσίν τινος Eur. в воздаяние за что-л.
}}
}}