3,273,735
edits
(3) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπόλαυσις:''' -εως, ἡ ([[ἀπολαύω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[απόλαυση]], [[τέρψη]], [[ηδονή]], σε Θουκ., Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ωφέλεια]] που αποκτάται από [[κάτι]], σε Ξεν.· ἀπόλαυσιν [[εἰκοῦς]] (αιτ. απόλ.), ως [[ανταμοιβή]] για την ομοιότητά [[σου]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀπόλαυσις:''' -εως, ἡ ([[ἀπολαύω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[απόλαυση]], [[τέρψη]], [[ηδονή]], σε Θουκ., Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ωφέλεια]] που αποκτάται από [[κάτι]], σε Ξεν.· ἀπόλαυσιν [[εἰκοῦς]] (αιτ. απόλ.), ως [[ανταμοιβή]] για την ομοιότητά [[σου]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόλαυσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> (ис)пользование, потребление (sc. τῶν ἀγαθῶν Thuc., Isocr.); вкушение (σίτων καὶ ποτῶν Xen.);<br /><b class="num">2)</b> наслаждение, удовольствие (ἀπολαύσεις σωματικαί Arst.);<br /><b class="num">3)</b> воздаяние (ἀδικημάτων Luc.): ἀπόλαυσίν τινος Eur. в воздаяние за что-л. | |||
}} | }} |